επιτηδευματίας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιτηδευματίας < επιτήδευμα (< αρχαία ελληνική ἐπιτήδευμα < ἐπιτηδεύω) + -ίας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπιτηδευματίας αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που ασχολείται με ένα επάγγελμα, επαγγελματίας που πωλεί αγαθά (χονδρικώς ή λιανικώς) ή παρέχει υπηρεσίες
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- ο ελεύθερος επαγγελματίας