λείπει η κλίση

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

επιτηδευματίας αρσενικό ή θηλυκό

  • αυτός που ασχολείται με ένα επάγγελμα, επαγγελματίας που πωλεί αγαθά (χονδρικώς ή λιανικώς) ή παρέχει υπηρεσίες

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • ο ελεύθερος επαγγελματίας

Μεταφράσεις

επεξεργασία