négociant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- négociant < ιταλική negoziante
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ne.ɡɔ.sjɑ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
négociant | négociants |
négociant (fr) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη négoce