Ετυμολογία

επεξεργασία
négoce < negoces < λατινική negotium

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ne.ɡɔs/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
négoce négoces

négoce (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) η δουλειά, η υπόθεση
  2. (παρωχημένο) το εμπόριο
  3. αγοραπωλησία αγαθών στη διεθνή αγορά

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία