Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
commerce commerces

commerce (fr) αρσενικό

  1. το εμπόριο
  2. το εμπορικό κατάστημα
  3. η συναναστροφή, η σχέση

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία