Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λιανεμπόριο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Αντώνυμα
1.3.2
Δείτε επίσης
1.3.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
λιανεμπόρι
ο
τα
λιανεμπόρι
α
γενική
του
λιανεμπορί
ου
&
λιανεμπόρι
ου
των
λιανεμπορί
ων
αιτιατική
το
λιανεμπόρι
ο
τα
λιανεμπόρι
α
κλητική
λιανεμπόρι
ο
λιανεμπόρι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λιανεμπόριο
<
λιαν(ικό)
+
-εμπόριο
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ʎa.nemˈbo.ɾi.o
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
λια‐νε‐μπό‐ρι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λιανεμπόριο
ουδέτερο
το
λιανικό
εμπόριο
Αντώνυμα
επεξεργασία
χοντρεμπόριο
,
χονδρεμπόριο
Δείτε επίσης
επεξεργασία
μικρεμπόριο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λιανεμπόριο
αγγλικά
:
retailer
(en)
γαλλικά
:
commerce
(fr)
de
détail
(fr)
γερμανικά
:
Einzelhandel
(de)