retailer
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
retailer | retailers |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
retailer (en)
- (επάγγελμα) ο λιανοπωλητής, ο λιανέμπορος, ο έμπορος που ασχολείται με το λιανεμπόριο
- το λιανεμπόριο
ενικός | πληθυντικός |
retailer | retailers |
retailer (en)