Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
retailer retailers

  Ετυμολογία επεξεργασία

retailer < retail + -er

  Ουσιαστικό επεξεργασία

retailer (en)

  1. (επάγγελμα) ο λιανοπωλητής, ο λιανέμπορος, ο έμπορος που ασχολείται με το λιανεμπόριο
  2. το λιανεμπόριο