λιανοπωλητής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιανοπωλητής < λιαν(ικής) + -ο- + πωλητής
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιανοπωλητής αρσενικό
- (επάγγελμα) έμπορος που ασχολείται με το λιανεμπόριο, τη λιανική (αγορά)
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιανοπωλητής
|