↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χονδρέμπορος οι χονδρέμποροι
      γενική του χονδρέμπορου
χονδρεμπόρου
των χονδρέμπορων
χονδρεμπόρων
    αιτιατική τον χονδρέμπορο τους χονδρέμπορους
χονδρεμπόρους
     κλητική χονδρέμπορε χονδρέμποροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χονδρέμπορος < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική commerçant en gros, χονδρ(ός) + -έμπορος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xonˈðɾem.bo.ɾos/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χονδρέμπορος αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία