• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

χονδρέμπορος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Άλλες μορφές
      • 1.3.2 Συγγενικά
      • 1.3.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χονδρέμπορος οι χονδρέμποροι
      γενική του χονδρέμπορου
& χονδρεμπόρου
των χονδρέμπορων
& χονδρεμπόρων
    αιτιατική τον χονδρέμπορο τους χονδρέμπορους
& χονδρεμπόρους
     κλητική χονδρέμπορε χονδρέμποροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
χονδρέμπορος < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική commerçant en gros, χονδρ(ός) + -έμπορος

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xonˈðɾem.bo.ɾos/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

χονδρέμπορος αρσενικό

  • (λόγιο, επάγγελμα) άλλη μορφή του χοντρέμπορος

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • χοντρέμπορας (προφορικό, λαϊκότροπο)
  • χοντρέμπορος

Συγγενικά

επεξεργασία
  • χονδρεμπόριο

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    χονδρέμπορος
  • → δείτε τη λέξη χοντρέμπορος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=χονδρέμπορος&oldid=7110085"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 15:29

Γλώσσες

    • English
    • Kurdî
    • Malagasy
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 15:29.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας