χοντρέμπορας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χοντρέμπορας | οι | χοντρέμπορες |
γενική | του | χοντρέμπορα | των | χοντρέμπορων |
αιτιατική | τον | χοντρέμπορα | τους | χοντρέμπορες |
κλητική | χοντρέμπορα | χοντρέμπορες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. Συγκρίνετε την κλίση του χοντρέμπορος. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χοντρέμπορας < χοντρέμπορος > χοντρ- + -έμπορας
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xonˈdɾem.bo.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χο‐ντρέ‐μπο‐ρας
Ουσιαστικό επεξεργασία
χοντρέμπορας αρσενικό
Άλλες μορφές επεξεργασία
- χονδρέμπορος (λόγιο)
- χοντρέμπορος