αγοραπωλησία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγοραπωλησία < αγορά + πώλησ(η) + -ία, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική achat et vente[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɣo.ɾa.po.liˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γο‐ρα‐πω‐λη‐σί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγοραπωλησία θηλυκό
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ αγοραπωλησία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας