négociateur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- négociateur < λατινική negotiator
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ne.ɡɔ.sja.tœʁ/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
négociateur | négociateurs |
négociateur (fr) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη négoce