Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
negotiator negotiators

  Ετυμολογία επεξεργασία

negotiator < negotiate + -or

  Ουσιαστικό επεξεργασία

negotiator (en)

  Πηγές επεξεργασία