negotiator
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
negotiator | negotiators |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
negotiator (en)
- ο διαπραγματευτής, η διαπραγματεύτρια
- ↪ He is a tough negotiator.
- Είναι σκληρός διαπραγματευτής.
- ↪ He is a tough negotiator.