Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ne.ɡotˈt͡sjan.te/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
negoziante negozianti

negoziante (it) αρσενικό ή θηλυκό