επιτηδευμένα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επιτηδευμένα < επιτηδευμέν(ος) + -α
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
επιτηδευμένα
- με επιτηδευμένο τρόπο, με ψεύτικα και φανταχτερά λόγια
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
επιτηδευμένα
|