Ετυμολογία

επεξεργασία
τεχνηέντως < αρχαία ελληνική τεχνηέντως < τεχνήεις

  Επίρρημα

επεξεργασία

τεχνηέντως

  • (συνήθως μειωτικά ή ειρωνικά) με επιδέξιο τρόπο, έντεχνα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία