skilful
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | skilful |
συγκριτικός | more skilful |
υπερθετικός | most skilful |
Επίθετο
επεξεργασίαskilful (en)
- (βρετανική γραφή) του skillful
παραθετικά | |
θετικός | skilful |
συγκριτικός | more skilful |
υπερθετικός | most skilful |
skilful (en)