Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χρονικογράφος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
/
η
χρονικογράφ
ος
οι
χρονικογράφ
οι
γενική
του
/
της
χρονικογράφ
ου
των
χρονικογράφ
ων
αιτιατική
τον
/
τη
χρονικογράφ
ο
τους
/
τις
χρονικογράφ
ους
κλητική
χρονικογράφ
ε
χρονικογράφ
οι
Κατηγορία
όπως «
ζωγράφος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
χρονικογράφος
<
χρονικ(ό)
+
-ο-
+
-γράφος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χρονικογράφος
αρσενικό ή θηλυκό
(
επάγγελμα
) που γράφει
χρονικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χρονικογράφος