Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λογιοτατίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

λογιοτατίζω

  • παριστάνω τον λογιότατο

  Μεταφράσεις επεξεργασία