Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λογιώτατος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
λογιότατος
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Δείτε επίσης
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
λογιώτατ
ος
ἡ
λογιωτάτ
η
τὸ
λογιώτατ
ον
γενική
τοῦ
λογιωτάτ
ου
τῆς
λογιωτάτ
ης
τοῦ
λογιωτάτ
ου
δοτική
τῷ
λογιωτάτ
ῳ
τῇ
λογιωτάτ
ῃ
τῷ
λογιωτάτ
ῳ
αιτιατική
τὸν
λογιώτατ
ον
τὴν
λογιωτάτ
ην
τὸ
λογιώτατ
ον
κλητική
ὦ
!
λογιώτατ
ε
λογιωτάτ
η
λογιώτατ
ον
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
λογιώτατ
οι
αἱ
λογιώτατ
αι
τὰ
λογιώτατ
ᾰ
γενική
τῶν
λογιωτάτ
ων
τῶν
λογιωτάτ
ων
τῶν
λογιωτάτ
ων
δοτική
τοῖς
λογιωτάτ
οις
ταῖς
λογιωτάτ
αις
τοῖς
λογιωτάτ
οις
αιτιατική
τοὺς
λογιωτάτ
ους
τὰς
λογιωτάτ
ᾱς
τὰ
λογιώτατ
ᾰ
κλητική
ὦ
!
λογιώτατ
οι
λογιώτατ
αι
λογιώτατ
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
λογιωτάτ
ω
τὼ
λογιωτάτ
ᾱ
τὼ
λογιωτάτ
ω
γεν-δοτ
τοῖν
λογιωτάτ
οιν
τοῖν
λογιωτάτ
αιν
τοῖν
λογιωτάτ
οιν
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'μέγιστος'
όπως «
μέγιστος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λογιώτατος
<
λόγι(ος)
+
-ώτατος
Επίθετο
επεξεργασία
λογιώτατος, -η, -ον
υπερθετικός
βαθμός
του
λόγιος
Δείτε επίσης
επεξεργασία
νέα ελληνικά
:
λογιότατος