Δείτε επίσης: λογιότατος
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική λογιώτατος λογιωτάτη τὸ λογιώτατον
      γενική τοῦ λογιωτάτου τῆς λογιωτάτης τοῦ λογιωτάτου
      δοτική τῷ λογιωτάτ τῇ λογιωτάτ τῷ λογιωτάτ
    αιτιατική τὸν λογιώτατον τὴν λογιωτάτην τὸ λογιώτατον
     κλητική ! λογιώτατε λογιωτάτη λογιώτατον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ λογιώτατοι αἱ λογιώταται τὰ λογιώτατ
      γενική τῶν λογιωτάτων τῶν λογιωτάτων τῶν λογιωτάτων
      δοτική τοῖς λογιωτάτοις ταῖς λογιωτάταις τοῖς λογιωτάτοις
    αιτιατική τοὺς λογιωτάτους τὰς λογιωτάτᾱς τὰ λογιώτατ
     κλητική ! λογιώτατοι λογιώταται λογιώτατ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λογιωτάτω τὼ λογιωτάτ τὼ λογιωτάτω
      γεν-δοτ τοῖν λογιωτάτοιν τοῖν λογιωτάταιν τοῖν λογιωτάτοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λογιώτατος < λόγι(ος) + -ώτατος

  Επίθετο

επεξεργασία

λογιώτατος, -η, -ον

Δείτε επίσης

επεξεργασία