↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψευδολόγιος οι ψευδολόγιοι
      γενική του ψευδολόγιου
ψευδολογίου
των ψευδολόγιων
ψευδολογίων
    αιτιατική τον ψευδολόγιο τους ψευδολόγιους
ψευδολογίους
     κλητική ψευδολόγιε ψευδολόγιοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψευδολόγιος < ψευδο- + λόγιος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψευδολόγιος αρσενικό

  1. άνθρωπος που παριστάνει το λόγιο χωρίς να είναι
  2. (γραμματική) γραμματικός τύπος ή έκφραση που γίνεται λανθασμένη προσπάθεια να μιμηθεί λόγιους τύπους

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψευδολόγιος η ψευδολόγια το ψευδολόγιο
      γενική του ψευδολόγιου της ψευδολόγιας του ψευδολόγιου
    αιτιατική τον ψευδολόγιο την ψευδολόγια το ψευδολόγιο
     κλητική ψευδολόγιε ψευδολόγια ψευδολόγιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψευδολόγιοι οι ψευδολόγιες τα ψευδολόγια
      γενική των ψευδολόγιων των ψευδολόγιων των ψευδολόγιων
    αιτιατική τους ψευδολόγιους τις ψευδολόγιες τα ψευδολόγια
     κλητική ψευδολόγιοι ψευδολόγιες ψευδολόγια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο

επεξεργασία

ψευδολόγιος

  1. που έχει σχέση με ψευδολόγιους ανθρώπους ή αναφέρεται σ’ αυτούς
  2. (γραμματική) που έχει σχέση με ψευδολόγιους τύπους ή αναφέρεται σ’ αυτούς

  Μεταφράσεις

επεξεργασία