ψευτολόγιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ψευτολόγιος | οι | ψευτολόγιοι |
γενική | του | ψευτολόγιου & ψευτολογίου |
των | ψευτολόγιων & ψευτολογίων |
αιτιατική | τον | ψευτολόγιο | τους | ψευτολόγιους & ψευτολογίους |
κλητική | ψευτολόγιε | ψευτολόγιοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψευτολόγιος αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψευτολόγιος
|
Επίθετο επεξεργασία
ψευτολόγιος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψευτολόγιος
|