Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λογιώτερος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
λογιότερος
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
λογιώτερ
ος
ἡ
λογιωτέρ
ᾱ
τὸ
λογιώτερ
ον
γενική
τοῦ
λογιωτέρ
ου
τῆς
λογιωτέρ
ᾱς
τοῦ
λογιωτέρ
ου
δοτική
τῷ
λογιωτέρ
ῳ
τῇ
λογιωτέρ
ᾳ
τῷ
λογιωτέρ
ῳ
αιτιατική
τὸν
λογιώτερ
ον
τὴν
λογιωτέρ
ᾱν
τὸ
λογιώτερ
ον
κλητική
ὦ
!
λογιώτερ
ε
λογιωτέρ
ᾱ
λογιώτερ
ον
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
λογιώτερ
οι
αἱ
λογιώτερ
αι
τὰ
λογιώτερ
ᾰ
γενική
τῶν
λογιωτέρ
ων
τῶν
λογιωτέρ
ων
τῶν
λογιωτέρ
ων
δοτική
τοῖς
λογιωτέρ
οις
ταῖς
λογιωτέρ
αις
τοῖς
λογιωτέρ
οις
αιτιατική
τοὺς
λογιωτέρ
ους
τὰς
λογιωτέρ
ᾱς
τὰ
λογιώτερ
ᾰ
κλητική
ὦ
!
λογιώτερ
οι
λογιώτερ
αι
λογιώτερ
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
λογιωτέρ
ω
τὼ
λογιωτέρ
ᾱ
τὼ
λογιωτέρ
ω
γεν-δοτ
τοῖν
λογιωτέρ
οιν
τοῖν
λογιωτέρ
αιν
τοῖν
λογιωτέρ
οιν
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'λόγιος'
όπως «
λόγιος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Επίθετο
επεξεργασία
λογιώτερος, -α, -ον
συγκριτικός
βαθμός
του
λόγιος
:
λογιότερος