θεωρητικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαθεωρητικά < θεωρητικός + -α
Επίρρημα
επεξεργασίαθεωρητικά
- κατά θεωρητικό τρόπο
- για κάτι που λαμβάνεται ως υπόθεση, βάση για έναν συλλογισμό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θεωρητικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαθεωρητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του θεωρητικό