argot
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- argot < (άμεσο δάνειο) γαλλική argot
Ουσιαστικό
επεξεργασίαargot (en)
- (γλωσσολογία) η αργκό
Πηγές
επεξεργασία- argot - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- argot - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- argot - Cambridge Dictionary online
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
argot | argots |
argot (fr) αρσενικό
- (γλωσσολογία) η αργκό
Πηγές
επεξεργασία- argot - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- argot - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online