Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία
argot < αβέβαιης ετυμολογίας, ίσως από το arguer ή το ergoter

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
argot argots

argot (fr) αρσενικό