Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

argot < (άμεσο δάνειο) γαλλική argot

  Ουσιαστικό επεξεργασία

argot (en)

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

argot < αβέβαιης ετυμολογίας, ίσως από το arguer ή το ergoter

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aʁ.ɡo/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
argot argots

argot (fr) αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία