jargon
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- jargon < παλαιά γαλλική jargon
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
jargon (en)
- ειδική γλώσσα ενός επαγγέλματος ή, γενικότερα, μιας κλειστής ομάδας ανθρώπων, το ιδιαίτερο λεξιλόγιο μιας επιστήμης, τέχνης, κλπ.
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- jargon < παλαιά γαλλική jargon, gargun
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
jargon | jargons |
jargon (fr) αρσενικό
- παραμορφωμένος τρόπος έκφρασης αποτελούμενος από ετερόκλητα στοιχεία
- (κατʼ επέκταση) ακατανόητη γλώσσα
- το ιδιαίτερο λεξιλόγιο μιας επιστήμης, τέχνης, κλπ.
- (γλωσσολογία) παλαιά αργκό