ορολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ορολογία <
- ορο- (ο όρος) + -λογία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική terminologie[1])
- αγγλική serology, ορ(ός) + -ο- + -λογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.ɾo.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ρο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαορολογία θηλυκό
- το σύνολο ειδικών όρων για μια επιστήμη, ή τέχνη, ή γνωστικό πεδίο
- (ως ειδικός κλάδος) επιστήμη που μελετά τις έννοιες και τις κατασημάνσεις τους και τη δομή, τον σχηματισμό, την ανάπτυξη, τη χρήση και τη διαχείριση ορολογίων σε διάφορα θεματικά πεδία [2] [3]
- (ιατρική) (από ετυμολογία 2) η επιστημονική μελέτη του ορού και άλλων σωματικών υγρών
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σχετική με τους όρους
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ορολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Ορισμός διεθνώς τυποποιημένος με το πρότυπο ISO 1087-1:2000, ισοδύναμο ελληνικό πρότυπο: ΕΛΟΤ 561-1:2006
- ↑ Η Ορολογία δεν... πάει στα βουνά! (Άρθρο στο περιοδικό Ορόγραμμα αρ.175, Ιούλιος–Αύγουστος 2022: https://www.eleto.gr/download/Orogramma/Or175.pdf)