terminologio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- terminologio < terminologi + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | terminologio | terminologioj |
αιτιατική | terminologion | terminologiojn |
terminologio (eo)
- η ορολογία
- faka terminologio, θεματική ορολογία