Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
bloom blooms

bloom (en)

  • το άνθος
    an orange bloom - άνθος πορτοκαλιάς

Εκφράσεις επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας bloom
γ΄ ενικό ενεστώτα blooms
αόριστος bloomed
παθητική μετοχή bloomed
ενεργητική μετοχή blooming

bloom (en) (αμετάβατο)

  • ανθίζω
    All the plants bloom in spring.
    Την άνοιξη ανθίζουν όλα τα φυτά.
    The blooming lemon trees smell.
    Μυρίζουν οι ανθισμένες λεμονιές.

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία