Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολανθισμένος η ολανθισμένη το ολανθισμένο
      γενική του ολανθισμένου της ολανθισμένης του ολανθισμένου
    αιτιατική τον ολανθισμένο την ολανθισμένη το ολανθισμένο
     κλητική ολανθισμένε ολανθισμένη ολανθισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολανθισμένοι οι ολανθισμένες τα ολανθισμένα
      γενική των ολανθισμένων των ολανθισμένων των ολανθισμένων
    αιτιατική τους ολανθισμένους τις ολανθισμένες τα ολανθισμένα
     κλητική ολανθισμένοι ολανθισμένες ολανθισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ολανθισμένος < (μετοχή χωρίς ρήμα) ολ- + ανθισμένος

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

ολανθισμένος, -η, -ο[1]

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  1. ολανθισμένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)