ολανθισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ολανθισμένος < (μετοχή χωρίς ρήμα) ολ- + ανθισμένος
Επίθετο
επεξεργασίαολανθισμένος, -η, -ο[1]
- (επιτατική μετοχή ως επίθετο) που είναι τελείως ανθισμένος, γεμάτος λουλούδια
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ολανθισμένος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ολανθισμένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)