Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ολοήμερος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ολοήμερ
ος
η
ολοήμερ
η
το
ολοήμερ
ο
γενική
του
ολοήμερ
ου
της
ολοήμερ
ης
του
ολοήμερ
ου
αιτιατική
τον
ολοήμερ
ο
την
ολοήμερ
η
το
ολοήμερ
ο
κλητική
ολοήμερ
ε
ολοήμερ
η
ολοήμερ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ολοήμερ
οι
οι
ολοήμερ
ες
τα
ολοήμερ
α
γενική
των
ολοήμερ
ων
των
ολοήμερ
ων
των
ολοήμερ
ων
αιτιατική
τους
ολοήμερ
ους
τις
ολοήμερ
ες
τα
ολοήμερ
α
κλητική
ολοήμερ
οι
ολοήμερ
ες
ολοήμερ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ολοήμερος
< (
ελληνιστική κοινή
)
ὁλοήμερος
<
ὅλος
+
ἡμέρα
Επίθετο
επεξεργασία
ολοήμερος
που διαρκεί όλη τη
μέρα
Αντώνυμα
επεξεργασία
ολονύκτιος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ολοήμερος
αγγλικά
:
daylong
(en)
γαλλικά
: de
toute
(fr)
la
journée
(fr)