Δείτε επίσης: ὁλόχρυσος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολόχρυσος η ολόχρυση το ολόχρυσο
      γενική του ολόχρυσου της ολόχρυσης του ολόχρυσου
    αιτιατική τον ολόχρυσο την ολόχρυση το ολόχρυσο
     κλητική ολόχρυσε ολόχρυση ολόχρυσο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολόχρυσοι οι ολόχρυσες τα ολόχρυσα
      γενική των ολόχρυσων των ολόχρυσων των ολόχρυσων
    αιτιατική τους ολόχρυσους τις ολόχρυσες τα ολόχρυσα
     κλητική ολόχρυσοι ολόχρυσες ολόχρυσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ολόχρυσος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὁλόχρυσος[1] < ὅλος + ουσιαστικό χρυσός + κατάληξη -ος. Συγχρονικά αναλύεται σε ολό- + επίθετο χρυσός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /oˈlo.xɾi.sos/

  Επίθετο

επεξεργασία

ολόχρυσος

  1. που είναι φτιαγμένος ολόκληρος από χρυσό
    ⮡  φορούσε ένα ολόχρυσο ρολόι
    ※  Και ός τις νικήση απ' το λαό νάχη τιμή μεγάλη,
    κ ' ένα στεφάνι ολόχρυσο να βάνη στο κεφάλι
    (Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, Βενετία, Ελληνικό τυπογραφείο του Φοίνικος, 1862, σελ. 49)
  2. που έχει έντονο χρυσαφί χρώμα ή αναφερόμενο σε ξανθιά μαλλιά
    ⮡  τα μαλλάκια του παιδιού είναι ολόχρυσα
    ※  Μέσα ’ς τὴ τόση ταραχὴ μεσ’ ’ς τοῦ χοροῦ τὴ ζάλη
    Γλυκὰ ’ς τὸ χέρι ἀνάπαυες τ’ὁλόχρυσο κεφάλι,
    (Διονύσιος Μάργαρης, ’Σ την Άννα, Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1890 του Κωνσταντίνου Σκόκου)
     συνώνυμα: κατάχρυσος
  3. (μεταφορικά) γεμάτος καλοσύνη
    έχει ολόχρυση καρδιά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία