ολόχρυσος
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ολόχρυσος < αρχαία ελληνική ὁλόχρυσος[1] < ὅλος + ουσιαστικό χρυσός + κατάληξη -ος. Συγχρονικά αναλύεται σε ολό- + επίθετο χρυσός
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɔˈlɔ.xɾi.sɔs/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ολόχρυσος
- που είναι φτιαγμένος ολόκληρος από χρυσό
- φορούσε ένα ολόχρυσο ρολόι
- (χρώμα) με έντονο χρυσαφί χρώμα
- τα μαλλάκια του παιδιού είναι ολόχρυσα
- συνώνυμα: κατάχρυσος
- (μεταφορικά) γεμάτος καλοσύνη
- έχει ολόχρυση καρδιά
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ολόχρυσος
Επεξεργασία
- ↑ ολόχρυσος στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.