Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ολοκαίνουργος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ολοκαίνουργ
ος
η
ολοκαίνουργ
η
το
ολοκαίνουργ
ο
γενική
του
ολοκαίνουργ
ου
της
ολοκαίνουργ
ης
του
ολοκαίνουργ
ου
αιτιατική
τον
ολοκαίνουργ
ο
την
ολοκαίνουργ
η
το
ολοκαίνουργ
ο
κλητική
ολοκαίνουργ
ε
ολοκαίνουργ
η
ολοκαίνουργ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ολοκαίνουργ
οι
οι
ολοκαίνουργ
ες
τα
ολοκαίνουργ
α
γενική
των
ολοκαίνουργ
ων
των
ολοκαίνουργ
ων
των
ολοκαίνουργ
ων
αιτιατική
τους
ολοκαίνουργ
ους
τις
ολοκαίνουργ
ες
τα
ολοκαίνουργ
α
κλητική
ολοκαίνουργ
οι
ολοκαίνουργ
ες
ολοκαίνουργ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ολοκαίνουργος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
ολοκαίνουργος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
ολοκαίνουριος