Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολοκαίνουργος η ολοκαίνουργη το ολοκαίνουργο
      γενική του ολοκαίνουργου της ολοκαίνουργης του ολοκαίνουργου
    αιτιατική τον ολοκαίνουργο την ολοκαίνουργη το ολοκαίνουργο
     κλητική ολοκαίνουργε ολοκαίνουργη ολοκαίνουργο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολοκαίνουργοι οι ολοκαίνουργες τα ολοκαίνουργα
      γενική των ολοκαίνουργων των ολοκαίνουργων των ολοκαίνουργων
    αιτιατική τους ολοκαίνουργους τις ολοκαίνουργες τα ολοκαίνουργα
     κλητική ολοκαίνουργοι ολοκαίνουργες ολοκαίνουργα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ολοκαίνουργος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ολοκαίνουργος, -η, -ο