• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

ancien

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις

Γαλλικά (fr) Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ancien (βοήθεια·αρχείο)

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό ancien anciens
θηλυκό ancienne anciennes

ancien (fr)

  1. παλαιός
    ≈ συνώνυμα: antique, vieux
  2. παλιός, ξεπερασμένος
    ≈ συνώνυμα: antique, passé
  3. αρχαίος
    un temple ancien - ένας αρχαίος ναός
  4. αρχαϊκός
    ≠ αντώνυμα: actuel, moderne
  5. παμπάλαιος
    ≈ συνώνυμα: archaïque, désuet
  6. πρεσβύτερος
    Pline l'Ancien - Πλίνιος ο Πρεσβύτερος
    ≈ συνώνυμα: aîné, doyen
    ≠ αντώνυμα: jeune

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • anciennement
  • ancienneté
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ancien&oldid=4067923"
Τελευταία επεξεργασία στις 19 Αυγούστου 2019, στις 18:51

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 19 Αυγούστου 2019, στις 18:51.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie