Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός permanently
συγκριτικός more permanently
υπερθετικός most permanently

  Ετυμολογία επεξεργασία

permanently < permanent + -ly

  Επίρρημα επεξεργασία

permanently (en)

  • μόνιμα
    We permanently settled into our new home.
    Εγκατασταθήκαμε μόνιμα στο νέο μας σπίτι.

  Πηγές επεξεργασία