incessantly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαincessantly (en)
- (συνήθως κακόσημο) ασταμάτητα, ακατάπαυστα, αδιάκοπα, χωρίς διακοπή
- ⮡ He spoke incessantly for hours.
- Μιλούσε ακατάπαυστα επί ώρες.
- ⮡ It has been snowing incessantly for the last few days.
- Τις τελευταίες μέρες χιονίζει αδιάκοπα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη continuously
- ⮡ He spoke incessantly for hours.