βραχυπρόθεσμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
βραχυπρόθεσμος -η -ο
- που έχει μικρή διάρκεια, που λήγει σύντομα
- (λογιστική) χρονική διάρκεια που αφορά λίγους μήνες, το πολύ 12 μήνες, μια χρήση
- → δείτε τη λέξη βραχυπρόθεσμο ενεργητικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βραχυπρόθεσμος