Ουσιαστικό

επεξεργασία

paltry (en)

  1. ισχνός (ως προς την οικονομική του αξία)
    a paltry income - ισχνό εισόδημα
     συνώνυμα: meager
  2. φτηνός, ευτελής
    a paltry excuse - μια φτηνή δικαιολογία
     συνώνυμα: trivial