Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
paltry
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
paltry
(en)
ισχνός
(ως προς την οικονομική του αξία)
a
paltry
income -
ισχνό
εισόδημα
≈
συνώνυμα
:
meager
φτηνός
,
ευτελής
a
paltry
excuse - μια
φτηνή
δικαιολογία
≈
συνώνυμα
:
trivial