κοντόφθαλμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /konˈdo.fθal.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ντό‐φθαλ‐μος
Επίθετο
επεξεργασίακοντόφθαλμος, -η, -ο
- που δεν είναι διορατικός και έχει περιορισμένη αντίληψη των καταστάσεων [1]
- (παρωχημένο) που δεν βλέπει μακριά, ο μύωπας [2]
Παράγωγα
επεξεργασία- κοντόφθαλμα (επίρρημα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία→ δείτε τη λέξη μύωπας
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κοντόφθαλμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)