κοντόθωρος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κοντόθωρος < κοντ(ο)- + -θωρος (< θ. θωρ- του θωρώ)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
κοντόθωρος
- μύωπας
- (μεταφορικά) πρόσωπο με περιορισμένη νόηση ή διαίσθηση
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κοντόθωρος
κοντόθωρος