Ετυμολογία

επεξεργασία
κοντο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοντο- < κοντ(ός) + -ο-

  Πρόθημα

επεξεργασία

κοντο-, κοντό- ή πρίν από φωνήεν: κοντ-


και μορφές

όπως ενδεικτικά

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοντο- < κοντ(ός) + -ο-


  Πρόθημα

επεξεργασία

κοντο-, κοντό-

και μορφές

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία