κοντοστούπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοντοστούπα | οι | κοντοστούπες |
γενική | της | κοντοστούπας | — | |
αιτιατική | την | κοντοστούπα | τις | κοντοστούπες |
κλητική | κοντοστούπα | κοντοστούπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κοντοστούπα < κοντοστούπ(ης) + -α
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kon.doˈstu.pa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ντο‐στού‐πα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοντοστούπα θηλυκό
- (μειωτικό) θηλυκό του κοντοστούπης
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις κοντοστούπης, κοντός και στούμπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοντοστούπα
|