κυριολεκτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυριολεκτικός < (ελληνιστική κοινή) κυριόλεκτος
Επίθετο
επεξεργασίακυριολεκτικός, -ή, -ό
- που κυριολεκτεί
Συγγενικά
επεξεργασία- κυριολεκτικά
- κυριολεκτικώς
- → δείτε τις λέξεις κυριολεκτώ, κύριος και λέγω