↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοντόσωμος η κοντόσωμη το κοντόσωμο
      γενική του κοντόσωμου της κοντόσωμης του κοντόσωμου
    αιτιατική τον κοντόσωμο την κοντόσωμη το κοντόσωμο
     κλητική κοντόσωμε κοντόσωμη κοντόσωμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοντόσωμοι οι κοντόσωμες τα κοντόσωμα
      γενική των κοντόσωμων των κοντόσωμων των κοντόσωμων
    αιτιατική τους κοντόσωμους τις κοντόσωμες τα κοντόσωμα
     κλητική κοντόσωμοι κοντόσωμες κοντόσωμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοντόσωμος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

κοντόσωμος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • κοντόσωμοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)