κοντορεβιθούλης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοντορεβιθούλης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοντορεβιθούλης αρσενικό (θηλυκό κοντορεβιθούλα)
- (οικείο, για νεαρούς άνδρες ή παιδιά) κοντόσωμος, πολύ μικρόσωμος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κοντορεβιθούλης
|
Πηγές
επεξεργασία- κοντορεβιθούλης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)