Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοντοπόδαρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κοντοπόδαρ
ος
η
κοντοπόδαρ
η
το
κοντοπόδαρ
ο
γενική
του
κοντοπόδαρ
ου
της
κοντοπόδαρ
ης
του
κοντοπόδαρ
ου
αιτιατική
τον
κοντοπόδαρ
ο
την
κοντοπόδαρ
η
το
κοντοπόδαρ
ο
κλητική
κοντοπόδαρ
ε
κοντοπόδαρ
η
κοντοπόδαρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κοντοπόδαρ
οι
οι
κοντοπόδαρ
ες
τα
κοντοπόδαρ
α
γενική
των
κοντοπόδαρ
ων
των
κοντοπόδαρ
ων
των
κοντοπόδαρ
ων
αιτιατική
τους
κοντοπόδαρ
ους
τις
κοντοπόδαρ
ες
τα
κοντοπόδαρ
α
κλητική
κοντοπόδαρ
οι
κοντοπόδαρ
ες
κοντοπόδαρ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κοντοπόδαρος
<
κοντο-
+
ποδάρι
+
-ος
Επίθετο
επεξεργασία
κοντοπόδαρος
που έχει
κοντά
πόδια
Συνώνυμα
επεξεργασία
μικροσκελής
Αντώνυμα
επεξεργασία
μακρυπόδαρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοντοπόδαρος
→
δείτε
τη λέξη
μικροσκελής