Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοντόκαννος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συνώνυμα
1.3.2
Αντώνυμα
1.3.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κοντόκανν
ος
η
κοντόκανν
η
το
κοντόκανν
ο
γενική
του
κοντόκανν
ου
της
κοντόκανν
ης
του
κοντόκανν
ου
αιτιατική
τον
κοντόκανν
ο
την
κοντόκανν
η
το
κοντόκανν
ο
κλητική
κοντόκανν
ε
κοντόκανν
η
κοντόκανν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κοντόκανν
οι
οι
κοντόκανν
ες
τα
κοντόκανν
α
γενική
των
κοντόκανν
ων
των
κοντόκανν
ων
των
κοντόκανν
ων
αιτιατική
τους
κοντόκανν
ους
τις
κοντόκανν
ες
τα
κοντόκανν
α
κλητική
κοντόκανν
οι
κοντόκανν
ες
κοντόκανν
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κοντόκαννος
<
κοντ(ός)
+
-ο-
+
κάνν(η)
+
-ος
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
konˈdo.ka.nos
/
Επίθετο
επεξεργασία
κοντόκαννος
που έχει
κοντή
κάννη
Συνώνυμα
επεξεργασία
βραχύκαννος
Αντώνυμα
επεξεργασία
μακρύκαννος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοντόκαννος
→
δείτε
τη λέξη
βραχύκαννος