↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βραχύκαννος η βραχύκαννη το βραχύκαννο
      γενική του βραχύκαννου της βραχύκαννης του βραχύκαννου
    αιτιατική τον βραχύκαννο τη βραχύκαννη το βραχύκαννο
     κλητική βραχύκαννε βραχύκαννη βραχύκαννο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βραχύκαννοι οι βραχύκαννες τα βραχύκαννα
      γενική των βραχύκαννων των βραχύκαννων των βραχύκαννων
    αιτιατική τους βραχύκαννους τις βραχύκαννες τα βραχύκαννα
     κλητική βραχύκαννοι βραχύκαννες βραχύκαννα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βραχύκαννος < βραχύ- + κάνν(η) + -ος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vɾaˈçi.ka.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρα‐χύ‐καν‐νος

  Επίθετο

επεξεργασία

βραχύκαννος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία