Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βραχύκαννος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συνώνυμα
1.3.2
Αντώνυμα
1.3.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βραχύκανν
ος
η
βραχύκανν
η
το
βραχύκανν
ο
γενική
του
βραχύκανν
ου
της
βραχύκανν
ης
του
βραχύκανν
ου
αιτιατική
τον
βραχύκανν
ο
τη
βραχύκανν
η
το
βραχύκανν
ο
κλητική
βραχύκανν
ε
βραχύκανν
η
βραχύκανν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βραχύκανν
οι
οι
βραχύκανν
ες
τα
βραχύκανν
α
γενική
των
βραχύκανν
ων
των
βραχύκανν
ων
των
βραχύκανν
ων
αιτιατική
τους
βραχύκανν
ους
τις
βραχύκανν
ες
τα
βραχύκανν
α
κλητική
βραχύκανν
οι
βραχύκανν
ες
βραχύκανν
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βραχύκαννος
<
βραχύ-
+
κάνν(η)
+
-ος
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
vɾaˈçi.ka.nos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
βρα‐χύ‐καν‐νος
Επίθετο
επεξεργασία
βραχύκαννος, -η, -ο
(
οπλισμός
) που έχει
κοντή
κάννη
Συνώνυμα
επεξεργασία
κοντόκαννος
Αντώνυμα
επεξεργασία
μακρύκαννος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βραχύκαννος
αγγλικά
:
sawed-off
(en)