↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μακρύκαννος η μακρύκαννη το μακρύκαννο
      γενική του μακρύκαννου της μακρύκαννης του μακρύκαννου
    αιτιατική τον μακρύκαννο τη μακρύκαννη το μακρύκαννο
     κλητική μακρύκαννε μακρύκαννη μακρύκαννο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μακρύκαννοι οι μακρύκαννες τα μακρύκαννα
      γενική των μακρύκαννων των μακρύκαννων των μακρύκαννων
    αιτιατική τους μακρύκαννους τις μακρύκαννες τα μακρύκαννα
     κλητική μακρύκαννοι μακρύκαννες μακρύκαννα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μακρύκαννος < μακρύς + κάννη + -ος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /maˈkɾi.ka.nos/

  Επίθετο

επεξεργασία

μακρύκαννος

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία