Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μακρύκαννος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Αντώνυμα
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μακρύκανν
ος
η
μακρύκανν
η
το
μακρύκανν
ο
γενική
του
μακρύκανν
ου
της
μακρύκανν
ης
του
μακρύκανν
ου
αιτιατική
τον
μακρύκανν
ο
τη
μακρύκανν
η
το
μακρύκανν
ο
κλητική
μακρύκανν
ε
μακρύκανν
η
μακρύκανν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μακρύκανν
οι
οι
μακρύκανν
ες
τα
μακρύκανν
α
γενική
των
μακρύκανν
ων
των
μακρύκανν
ων
των
μακρύκανν
ων
αιτιατική
τους
μακρύκανν
ους
τις
μακρύκανν
ες
τα
μακρύκανν
α
κλητική
μακρύκανν
οι
μακρύκανν
ες
μακρύκανν
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μακρύκαννος
<
μακρύς
+
κάννη
+
-ος
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
maˈkɾi.ka.nos
/
Επίθετο
επεξεργασία
μακρύκαννος
που έχει
μακριά
κάννη
Αντώνυμα
επεξεργασία
βραχύκαννος
κοντόκαννος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μακρύκαννος