διορατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διορατικός < (ελληνιστική κοινή) διορατικός
Επίθετο
επεξεργασίαδιορατικός -ή -ό
- που έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται τη ροή των εξελίξεων και να σχηματίζει αντίληψη για το πώς θα είναι τα πράγματα στο μέλλον
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διορατικός