↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διορατικός η διορατική το διορατικό
      γενική του διορατικού της διορατικής του διορατικού
    αιτιατική τον διορατικό τη διορατική το διορατικό
     κλητική διορατικέ διορατική διορατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διορατικοί οι διορατικές τα διορατικά
      γενική των διορατικών των διορατικών των διορατικών
    αιτιατική τους διορατικούς τις διορατικές τα διορατικά
     κλητική διορατικοί διορατικές διορατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διορατικός < (ελληνιστική κοινή) διορατικός

  Επίθετο

επεξεργασία

διορατικός -ή -ό

  • που έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται τη ροή των εξελίξεων και να σχηματίζει αντίληψη για το πώς θα είναι τα πράγματα στο μέλλον

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία