perspicace
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɛʁ.spi.kas/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
perspicace | perspicaces |
perspicace (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
perspicace | perspicaces |
perspicace (fr) αρσενικό ή θηλυκό